χρῆμα

χρῆμα
χρῆμα, ατος, τό: ([etym.] χράομαι):—
A need, in the phrase παρὰ χ. or παραχρῆμα (q. v.); a thing that one needs or uses, cf. X.Oec.1.9 sq. (pl.): hence in pl., goods, property (

χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται Arist.EN1119b26

), Od.2.78, 203, al. (never in Il.), Hes.Op.320, 407, etc.; of temple-treasures, heirlooms, etc., Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.);

τὰ ἱρὰ χ. τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28

, cf. 9.81;

θησαυρούς . . ἄλλα τε χρύσεα ἄφατα χ. Id.7.190

;

πολλῶν χ. ἐξαίρετον ἄνθος A.Ag.954

;

πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματακαὶ κτήματα κατασκευάζειν· ἔστι δὲ χ. μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κ. δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις Isoc.1.28

;

τοῖς σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη Th.6.97

; πρόβατα

καὶ ἄλλα χ. X.An.5.2.4

; τὰ ἀνδράποδα . . καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται . . βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op.686; χρήματ' ἄνηρ 'money makes the man', Alc.49, Pi.I.2.11;

ἐν χρήμασιν οἰκεῖ πατρώοις A.Eu.757

, cf. Ch.135; also

χρημάτων πένητες E.El.37

;

τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu.241

;

χρήματα πορίζειν Id.Ec.236

;

ἄτιμοι ἦσαν τὰ σώματα, τὰ δὲ χ. εἶχον And.1.74

;

χρημάτων ἥσσων Democr.50

;

χρημάτων κρείσσων Th.2.60

; χρήμασι νικώμενος ibid.; χρημάτων ἀδωρότατος ib. 65;

ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητήν Id.3.40

;

μήτε χρημάτων φειδομένους μήτε πόνων Pl.Phd.78a

;

ζημιοῦσθαι χρήμασιν Id.Lg.721b

; even of debts,

διαλῦσαι τὰ χ. D.20.12

;

δεθέντ' ἐπὶ χρήμασιν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ Id.24.168

.—Acc. to Poll.9.87 the [dialect] Ion. used also the sg. in this sense, and so we find, ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι . . ; for how much money . . ? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.3.38; ταύτην (sc. τὴν χλανίδα) πωλέω μὲν οὐδενὸς χ. δίδωμι δὲ ἄλλως ib.139; also in Thgn.197, χ. δ' ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται; in [dialect] Att., οὐδενὸς ἂν χ. δεξάμενοι at no price, And.2.4; and in later Prose, fund, sum of money, Arch. f. Religionswiss.10.211 (Cos, ii B. C.);

τὸ πλῆθος τοῦ χ. D.S.13.106

, cf. Act.Ap.4.37, Luc.VH1.20;

χρήματα

merchandise,

Heraclit. 90

, X.HG1.6.37, Th.3.74; property, substance, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).
II generally, thing, matter, affair, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., h.Merc.332, Hes.Op.344,402;

χρημάτων ἄελπτον οὐδέν Archil. 74

;

πάντων χ. δικαιότατον Mimn.8

;

πρῶτον χρημάτων πάντων Hdt.7.145

; ἀντὶ πάντων χ. on every account, And.2.21
; δεινότατον ἁπάντων χρημάτων ib.1; πᾶν χ. ἐκίνεε 'left no stone unturned', Hdt.5.96; τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον 'deeds show the man', Pi.O.6.74;

πάντων χ. μέτρον ἄνθρωπος Protag.1

; περαίνεται τὸ χ. the issue is being decided, Plu.Caes.47: pl., simply, things,

ὁμοῦ πάντα χ. ἦν Anaxag.1

, cf. Pl.Cra.440a, Euthd.294d, Plot.4.2.1.
2 χρῆμα is freq. expressed where it might be omitted,

δεινὸν χ. ἐποιεῦντο Hdt.8.16

; οἷόν τι χ. ποιήσειε ib.138; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν ἀποικίην to send out a colony without any certain destination, Id.4.150
; freq. in Trag., τί χρῆμα; = τί; what?

τί χ. λεύσσω; A.Pr.300

, Ch.10; or why? E.Alc.512; so in gen., τοῦ χ. (sc. ἕνεκα); Ar.Nu.1223;

τί χ. δρᾷς; S.Aj.288

, cf. Ph.1231;

τί χ. πάσχει; E. Hipp.909

; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? A.Ch.885;

πικρόν τί μοι δοκεῖ χ. εἶναι Pl.Grg.485b

;

ἡδύ Id.Tht.209e

, al.; μάλιστα χρημάτων most of anything, i. e. certainly, Anon.Oxy.1611.68 (iii A. D.); cf.

χρέος 11.2

.
3 used in periphrases to express something strange or extraordinary of its kind, ὑὸς χ. μέγα a huge monster of a boar, Hdt.1.36;

ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Id.7.188

; τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον what a business the nights are! Ar.Nu.2; λιπαρὸν τὸ χ. τῆς πόλεως what a grand city! Id.Av.826, cf. Lys.83; κλέπτον τὸ χ. τἀνδρός a thievish sort of fellow, Id.V.933;

τὸ χ. τοῦ νοσήματος Id.Lys.1085

; μακάριον . . λέγεις τυράννου χ. your tyrant-creature, Pl.R. 567e;

χ. θαυμαστὸν γυναικός Plu.Ant.31

: without a gen.,

ἔλαφον, καλόν τι χ. καὶ μέγα X.Cyr.1.4.8

; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theoc.15.83; κοῦφον χ. ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, of the poet, Pl.Ion534b; χ. καλόν τι such a fine thing! Theoc.15.23; also in a periphrastic use, οὐδὲν χ. τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται cannot bend the elbow at all, Hp.Fract.42.
b so, to express a great number or mass, as we say, a deal, a heap of . . , πολλόν τι χ. τῶν τέκνων, χ. πολλὸν ἀρδίων, νεῶν, Hdt.3.109, 4.81, 6.43;

χ. πολλόν τι χρυσοῦ Id.3.130

;

σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου E. Supp.953

; ὅσον τὸ χ. παρνόπων what a lot of locusts! Ar.Ach.150;

ὅσον τὸ χ. τοῦ πλακοῦντος Id.Eq.1219

;

πολὺ χ. τεμαχῶν Id.Pl.894

; τὸ χ. τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Id.Ra.1278;

τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χ. Id.Th.281

; also of persons, χ. θηλειῶν womankind, E.Ph. 198;

σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. X.Cyr.2.1.5

;

μέγα χ. Λακαινᾶν Theoc.18.4

: without a gen., ὅσον τὸ χ. ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε what a crowd . . ! Ar.Pax1192.
III (χράω (B) A) oracle, Emp.115.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρῆμα — need neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… …   Dictionary of Greek

  • χρήμα — το, ατος 1. νόμισμα, λεφτά, παράδες: Έχει πολλά χρήματα. 2. φρ., «Έπεσε πολύ χρήμα», δαπανήθηκαν πολλά χρήματα. 3. φρ., «Έχει χρήμα με ουρά», είναι πολύ πλούσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”